Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ - ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ

Δήμητρα Αγγελοπούλου, Αργυρώ Μπρατσιώτη


«Θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη». Έτσι ονειρεύτηκε τη ζωή του ο Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης Αμεντέο Μοντιλιάνι, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα. Το «χαρμόσυνo» αρκετοί θα μπορούσαν να το αμφισβητήσουν. Ίσως ο «Μόντι», όπως ήταν το ψευδώνυμο του, για πολλούς και ιδιαίτερα της εποχής του, να ήταν...
περισσότερο ένας «σκληρός» και «καταστροφικός» ήχος. Σίγουρα όμως έγινε το «πλουσιοπάροχο ποτάμι» που επιθυμούσε.


     Ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι γεννήθηκε στο Λιβόρνο της Τοσκάνης, στις 12 Ιουλίου 1884. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της Εουτζένια και του Φλαμίνιο Μοντιλιάνι. Οι γονείς του ήταν αστοί Σεφαραδίτες Ιουδαίοι.  Η γέννησή του συνέπεσε με τη χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης ξυλείας και κάρβουνου, που είχε ως αποτέλεσμα τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας. Η μητέρα του, κόρη αριστοκρατών από τη Μασσαλία, άρχισε τότε να εργάζεται ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα.

     Ο «φιλάσθενος» πιτσιρικάς, αποτέλεσμα της φυματίωσης που τον χτύπησε στα πρώτα χρόνια της ζωής, αγάπησε από νωρίς την ζωγραφική και σε ηλικία μόλις 14 χρόνων άρχισε τα μαθήματα πάνω στην τέχνη, που στο μέλλον θα αποτελέσει το δημιουργικό καταφύγιο του. Ο Μοντιλιάνι θα βαλθεί να αποδείξει στην οικογένεια του, στους φίλους του αλλά κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό, ότι μπορούσε να γίνει αυτό που τελικά έγινε, ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους του 20ου αιώνα.

     Στα 17 του γράφεται στη στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας και ένα χρόνο αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην Ιστορία της Τέχνης. Εκεί φαίνεται ότι άρχισε η σχέση του με τα ναρκωτικά (χασίς), των οποίων έκανε χρήση μέχρι τον θάνατό του. Τρία χρόνια έζησε εκεί, σπουδάζοντας και βελτιώνοντας την τεχνική του στη ζωγραφική. Ταυτόχρονα, η ανάγνωση έργων του Νίτσε τον οδήγησε να πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος για την αληθινή δημιουργικότητα ήταν μέσω της ανυπακοής και της αταξίας.

     Τα βήματα των ηρώων του αναζήτησε και στο Παρίσι, το 1905. Άλλωστε η Γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε το καλλιτεχνικό όνειρο, όλων των «ανήσυχων» της εποχής. Εκεί, θα βρει στέγη στο Le Bateau-Lavoir, ένα κοινόβιο για τους ανέστιους καλλιτέχνες. Σύντομα, άρχισε να απασχολείται έντονα με τη ζωγραφική, επηρεαζόμενος αρχικά από τα έργα του Ανρί ντε Τουλούζ Λοτρέκ, έως ότου ο Πολ Σεζάν άλλαξε πολλές από τις απόψεις του. Τελικά, ο Μοντιλιάνι ανέπτυξε το δικό του ιδιαίτερο ύφος, το οποίο δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με εκείνο άλλων καλλιτεχνών. Παρήγαγε τα έργα του σε σύντομο χρόνο και ποτέ δεν τα επεξεργαζόταν ξανά. Στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονμάρτης έζησε ο Μοντιλιάνι για περίπου τρία χρόνια, προσθέτοντας στις καταχρήσεις και αυτή του αλκοόλ.  Η άσχημη, όμως, οικονομική του κατάσταση, τον ανάγκασε να επιστρέψει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του, το Λιβόρνο.

     Η ιδιαίτερη πατρίδα του όμως φάνταζε μικρή για να χωρέσει την ιδιοφυΐα και τις αγωνίες του, έτσι το 1909 ταξιδεύει και πάλι για το Παρίσι, αλλά αυτή τη φορά αποφασισμένος να εγκατασταθεί μόνιμα στη συνοικία Μονπαρνάς. Ως άλλος «Λοτρέκ» βυθίζεται στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τον πληρωμένο έρωτα.

     Σύντομα, όμως το «άγιο ρεμάλι» συναντά τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα. Οι συνεχείς εκρήξεις του θα την απομακρύνουν και μετά από ένα χρόνο θυελλώδους σχέσης, η Αχμάτοβα επιστρέφει στο σύζυγό της. Η φυγή της τσακίζει τον συναισθηματικό του κόσμου. Ναρκωτικά και αλκοόλ, ακόμη μία φορά, θα αποτελέσουν τα «νηπενθή του φάρμακα».

     Η συνάντηση με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι θα του ανοίξει το κόσμο της γλυπτικής. Ένα κόσμο που ο Μοντιλιάνι θα αγαπήσει τόσο που για έξι χρόνια θα του αφιερωθεί ολοκληρωτικά, ξεχνώντας σχεδόν τη ζωγραφική. Δυστυχώς, ο ίδιος κατέστρεψε τα περισσότερα έργα του. Ωστόσο πρόλαβε να εκθέσει ορισμένα από αυτά στο Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1912. Τα έργα του γίνεται φανερό, ότι επηρεάστηκαν από την πρωτόγονη τέχνη της Αφρικής  και της Καμπόυζης.

     Εκείνη τη περίοδο ο Μοντιλιάνι εξασφαλίζει χρήματα πουλώντας σχέδια του. Λέγεται ότι κρατώντας ένα χαρτί και ένα μολύβι, έμπαινε στα καφέ και αντάλλασσε σχέδια, τα οποία ζωγράφιζε επιτόπου, με κάποια ποσότητα αλκοόλ, ενώ η υγεία του επιβαρύνεται όλο και περισσότερο.

     Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στον στρατό  αλλά δεν στρατεύθηκε τελικά λόγω της επιβαρυμένης υγείας του. Τα δύσκολα αυτά χρόνια και κυρίως λόγω της βοήθειας του Λεόπολντ Ζμπορόφσκι, ενός εμπόρου τέχνης, έμελλαν να γίνουν τα πιο δημιουργικά για τον καλλιτέχνη. Σε διάστημα περίπου πέντε ετών, από το 1915 έως το 1920, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακόσιους πίνακες.

     Στις 3 Δεκεμβρίου 1917, στην γκαλερί Berthe Weill έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης — και τελικά μοναδικής όσο ζούσε — ατομικής έκθεσής του. Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Η έκθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και προκλήθηκε κοσμοσυρροή. Λόγω του σκανδάλου που προέκυψε η αστυνομία απαγόρευσε την έκθεση.

 Την ίδια περίοδο, γνωρίζει και την 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν, τη γυναίκα που θα τον συντροφεύσει μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και θα του χαρίσει τη μοναδική απόγονο του. Λόγω του πολέμου και των αντίξοων πλέον συνθηκών στο Παρίσι (έλλειψη τροφίμων και ηλεκτροδότησης), θα ταξιδέψουν μαζί στην Κυανή Ακτή, όπου θα ζωγραφίσει τους πιο δημοφιλείς του πίνακες. Εκεί θα γραφτεί και ο επίλογος της ζωής του, καθώς όντας επιβαρημένος από τις καταχρήσεις, προσβάλλεται από μηνιγγίτιδα και στις 24 Ιανουαρίου 1920, ο Μοντιλιάνι αφήνει την τελευταία του πνοή. Μια μέρα αργότερα, η εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, Ζαν Εμπιτέρν, αδυνατώντας να δεχτεί την απώλεια, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της πηδώντας από το παράθυρο.


   Η κόρη του Μοντιλιάνι και της Εμπιτέρν, Ζαν Μοντιλιάνι, υπήρξε βιογράφος του πατέρα της (Modigliani,  l'homme et le mythe) και ειδική πάνω στο έργο του. Τα γνήσια έργα του Μοντιλιάνι είναι από τα πιο ακριβά έργα στον χώρο της αγοράς τέχνης. Ο Μοντιλιάνι, όμως, θεωρείται ένας από τους προβληματικότερους ζωγράφους στην αγορά τέχνης, καθώς αποτελεί έναν από τους πιο προσιτούς ζωγράφους για πλαστογράφηση. Για τον λόγο αυτό κυκλοφορούν τουλάχιστον πέντε αναλυτικοί κατάλογοι παρουσίασης των γνωστών γνήσιων έργων του (catalogues raisonnés).
   

     Στο ποίημα του Νίκου Καββαδία με τίτλο Θεσσαλονίκη, το οποίο έχει μελοποιηθεί από τον Θάνο Μικρούτσικο, υπάρχει η εξής αναφορά στον Μοντιλιάνι:
«Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγαν οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί».



Πηγές: wikipedia, tvxs



You may also like

No comments:

Powered by Blogger.